κνισωδης

κνισωδης
    κνισώδης
    κνισώδης, κνισσώδης
    2
    1) жирный, сочный или дымящийся
    

τὰ κνισώδη Arst. — вкусно пахнущая пища

    2) похожий на дым, т.е. выдохшийся
    

τὸ κνισσῶδες μνεμονευόμενόν τινος Plut. — стершееся воспоминание о чем-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κνισωδης" в других словарях:

  • κνισώδης — steaming like roast meat masc/fem acc pl (attic epic doric) κνισώδης steaming like roast meat masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κνισώδης steaming like roast meat masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνισώδης — κνισώδης, ῶδες (Α) [κνίσα] 1. αυτός που αναδίδει κνίσα ψητού κρέατος 2. μτφ. ταγγός, με δυσάρεστη γεύση («τὸ μνημονευόμενον ἀμαυρὸν καὶ κνισῶδες», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • κνισώδη — κνισώδης steaming like roast meat neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κνισώδης steaming like roast meat masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κνισώδης steaming like roast meat masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνισῶδες — κνισώδης steaming like roast meat masc/fem voc sg κνισώδης steaming like roast meat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνισώδεα — κνισώδης steaming like roast meat neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κνισώδης steaming like roast meat masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνισώδεις — κνισώδης steaming like roast meat masc/fem acc pl κνισώδης steaming like roast meat masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνισωδέων — κνισώδης steaming like roast meat masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνισωδῶν — κνισώδης steaming like roast meat masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνισώδεσι — κνισώδης steaming like roast meat masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνισώδους — κνισώδης steaming like roast meat masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»