κνισώδης — steaming like roast meat masc/fem acc pl (attic epic doric) κνισώδης steaming like roast meat masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κνισώδης steaming like roast meat masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισώδης — κνισώδης, ῶδες (Α) [κνίσα] 1. αυτός που αναδίδει κνίσα ψητού κρέατος 2. μτφ. ταγγός, με δυσάρεστη γεύση («τὸ μνημονευόμενον ἀμαυρὸν καὶ κνισῶδες», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
κνισώδη — κνισώδης steaming like roast meat neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κνισώδης steaming like roast meat masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κνισώδης steaming like roast meat masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισῶδες — κνισώδης steaming like roast meat masc/fem voc sg κνισώδης steaming like roast meat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισώδεα — κνισώδης steaming like roast meat neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κνισώδης steaming like roast meat masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισώδεις — κνισώδης steaming like roast meat masc/fem acc pl κνισώδης steaming like roast meat masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισωδέων — κνισώδης steaming like roast meat masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισωδῶν — κνισώδης steaming like roast meat masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισώδεσι — κνισώδης steaming like roast meat masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισώδους — κνισώδης steaming like roast meat masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το … Dictionary of Greek